-
1 πρόσθε
πρόσθε, (ν)1 earlierὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31
πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.50
ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.65
πολλὰ δὲπρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν I. 4.71
τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.84
followed byπρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.91
-
2 νώνυμνος
-
3 βρέχω
1 drench, rain upon c. acc.ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.33
πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Iamos) O. 6.55 μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (- εσθαι v. l.) fr. 240. -
4 ἇς
ἇς
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский